πότε

πότε
Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α
Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις)
1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε θα βάλεις μυαλό;» δ. «πότε κέν τις ἀναπνεύσειε πόνοιο», Ομ. Ιλ.
ε. «νημερτές μοι ἔνισπε ποτ' ὤχετο καὶ τίνες αὐτῷ κοῡροι ἕποντ' Ἰθάκης ἐξαίρετοι», Ομ. Οδ.)
2. (μαζί με άλλα μόρια) πότε άραγε
άραγε πότε
τώρα πότε
πότε δη
πότ' ἆρα; (α. «άραγε πότε θα σέ δούμε;» β. «τώρα πότε θα σέ δούμε;» γ. «πότε δὴ στομάτων δείξομεν ἰσχύν», Αισχύλ.
δ. «πότ' ἆρα καὶ σὸν ὄψομαι δέμας», Ευρ.)
αρχ.
(σε συνδυασμό με προθέσεις)
1. ες πότε
μέχρι πότε, ώς πότε («... ἐς πότε λήξει πολυπλάγκτων ἐτέων ἀριθμός», Σοφ.
2. «ἐκ πότε» — από πότε («ἐκ πότε... ἤρξασθε», πάπ.). II. (ως χρονικό αοριστολ.) νεοελλ.
1. (σε αναδίπλωση) πότε πότε
μερικές φορές, κάπου κάπου («να έρχεσαι πότε πότε να σέ βλέπω»)
2. πότε και λίγο
κάποτε, κάπου κάπου («πότε και λίγο μοναχός επήγαινε κι εθώρει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ερωτ. επίρρ. πό-τε έχει σχηματιστεί από το θέμα πο-* τών ερωτηματικών και αόριστων αντωνυμιών και επιρρημάτων με επίθημα *-te (βλ. λ. ὅτε [Ι]). Για τον ιων. τ. κότε (βλ. λ. πο-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πότε — when? at what time? indeclform (interrog) πότος drinking bout masc voc sg ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτέ — και ποτές επίρρ. χρον., σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε: Ποτέ δεν ήρθε στην ώρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποτέ — ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) ποτός drunk masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτε — ποτέ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου …   Dictionary of Greek

  • πότε — επίρρ. χρον. ερωτ. 1. σε ποιο χρόνο ή περίπτωση: Πότε θα φύγεις; 2. επίρρ. χρον., κάποτε: Πότε πότε μας επισκέπτεται. 3. άλλοτε: Πότε μας χαιρετά και πότε μας βρίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τί ποτε — και επικ. συγκεκομμένος τ. τίπτε Α (ερωτ.) 1. τί άραγε, τί τάχα («τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω», Σοφ.) 2. γιατί τάχα («τέκνον, τίπτε λιπὼν πόλεμον θρασὺν εἰλήλουθας;», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τί ποτε. Ο τ. τίπτε < τί ποτε με συγκοπή …   Dictionary of Greek

  • ού ποτε — οὔ ποτε ή οὔποτε και δωρ. τ. οὔποκα (Α) επίρρ. ποτέ, καμιά φορά …   Dictionary of Greek

  • Οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. — οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. См. Не снилось …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • όπως ποτέ — ὅπως ποτέ (Α) επίρρ. εν τούτοις, ωστόσο («ἀλλ ὅπως ποθ ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῑ μοι», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”